Μαρία Κάλλας βιογραφικό! Η προσωπική ζωή, η ηλικία, ο θάνατος, η καταγωγή, οι σπουδές, και η κηδεία μητρική γλώσσα Maria Callas (Αγγλικά) και Μαρία Κάλλας (Ελληνικά)
Γέννηση 2 Δεκεμβρίου 1923
Νοσοκομείο Φλάουερ
Νέα Υόρκη
Θάνατος 16 Σεπτεμβρίου 1977 (53 ετών)
16ο δημοτικό διαμέρισμα του Παρισιού[1]
Αιτία θανάτου έμφραγμα του μυοκαρδίου
Συνθήκες θανάτου φυσικά αίτια
Τόπος ταφής Αποτεφρώθηκε (διασκορπίστηκε στο Αιγαίο Πέλαγος)
Κατοικία Νέα Υόρκη (1923–1937)
Αθήνα (1937–1945)
Σιρμιόνε
Παρίσι (έως 1977)
Ιταλία (από 1947)
Εθνικότητα Έλληνες
Χώρα πολιτογράφησης Ελλάδα
Σπουδές Ωδείο Αθηνών και George Washington Educational Campus
Ιδιότητα τραγουδιστής όπερας, τραγουδιστής και ηθοποιός
Σύζυγος Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι (1949–1959)
Όργανα φωνή
Είδος τέχνης όπερα
Βραβεύσεις Βραβείο Grammy Συνολικής Προσφοράς (2007), αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλιγουντ και Τάγμα της Αξίας της Ιταλικής Δημοκρατίας
Η Μαρία Κάλλας (γεννημένη Sophie Cecelia Kalos, βαπτισμένη Maria Anna Cecilia Sofia Kalogeropoulos, 2 Δεκεμβρίου 1923, Νέα Υόρκη – 16 Σεπτεμβρίου 1977, Παρίσι) ήταν κορυφαία Ελληνίδα υψίφωνος του 20ού αιώνα. Η φωνητική τέχνη της και οι ιδιάζουσες υποκριτικές της ικανότητες επαινέθηκαν από πλήθος κριτικών, ενώ το οπερατικό κοινό τής χάρισε το προσωνύμιο La Divina («Η Θεϊκή»).[2] Το εξαιρετικά εκτενές ρεπερτόριό της περιελάμβανε μελοδράματα του Βάγκνερ, έργα της κλασικής όπερα σέρια, όπερες μπελ κάντο των Ντονιτσέτι, Μπελίνι και Ροσίνι και πιο σύγχρονα οπερατικά έργα των Βέρντι και Πουτσίνι. Η σταδιοδρομία της συνέπεσε με την ανάπτυξη των τεχνολογιών καταγραφής και αναπαραγωγής του ήχου μετά το 1940 και η μονωδός κατέστη μία εκ των πρώτων τραγουδιστών των οποίων η φωνή διαδόθηκε μαζικά μέσω ηχογραφήσεων.
Γεννήθηκε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης από Έλληνες μετανάστες στην Αμερική. Έλαβε τη μουσική της εκπαίδευση στην Ελλάδα σε ηλικία δεκατριών ετών. Τα πρώτα πέντε έτη της επαγγελματικής της πορείας εκτυλίχθηκαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο της Κατοχής, ωστόσο η Κάλλας εδραιώθηκε στο διεθνές οπερατικό στερέωμα στην Ιταλία, όπου γνώρισε τον μέντορά της, μαέστρο Τούλιο Σεραφίν και τον πρώτο της σύζυγο, Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι. Συνέδεσε το όνομά της με τις διασημότερες λυρικές σκηνές της Ευρώπης και της Αμερικής και πρωταγωνίστησε στην πρώτη παραγωγή όπερας στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου. Εν συνόλω, ερμήνευσε 47 πλήρεις οπερατικούς ρόλους, πρωταγωνιστώντας σε αρκετές αναβιώσεις οπερατικών έργων και αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον για αυτά, με αποτέλεσμα την πάγια ένταξή τους στο σύγχρονο ρεπερτόριο της όπερας.
Ερμήνευσε τον τελευταίο της πλήρη οπερατικό ρόλο επί σκηνής το 1965. Στο επακόλουθο οκταετές διάλειμμά της από το τραγούδι ασχολήθηκε άπαξ με την οπερατική σκηνοθεσία, πρωταγωνίστησε ως Μήδεια στην ομώνυμη ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι και παρέδωσε ειδικά μαθήματα οπερατικής τέχνης στη Σχολή Τζούλιαρντ. Επανήλθε ως μονωδός το 1973, συμπρωταγωνιστώντας με τον επί σειρά ετών συνεργάτη της Τζουζέπε Ντι Στέφανο σε μια αμφιλεγόμενης επιτυχίας παγκόσμια περιοδεία που ολοκληρώθηκε στο Σαππόρο της Ιαπωνίας ένα έτος αργότερα. Έκτοτε δεν τραγούδησε ξανά, συν τοις άλλοις εξαιτίας μιας σειράς προβλημάτων που αντιμετώπιζε η φωνή της, ενώ περιόρισε και τις κοσμικές εμφανίσεις της, ζώντας σε σχετική απομόνωση στο Παρίσι. Πέθανε εκεί στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, από έμφραγμα του μυοκαρδίου· αποτεφρώθηκε και οι στάχτες της διασκορπίστηκαν στο Αιγαίο Πέλαγος.
Κατά τη διάρκεια της ζωής της, έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό κυρίως μέσα από τις αναφορές του τύπου στα αμφιλεγόμενα γεγονότα της επαγγελματικής της συμπεριφοράς και της προσωπικής της ζωής, όπως η σχέση της με τον Έλληνα εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση. Ωστόσο, η καλλιτεχνική της πορεία αποτελεί τη βασική υστεροφημία της· δεκάδες χρόνια μετά τον θάνατο της, παραμένει πρότυπο «απόλυτης πριμαντόνας» (prima donna assoluta) και συνιστά μία εκ των πλέον εμπορικώς επιτυχημένων καλλιτεχνών της όπερας.[3] Ενέπνευσε πλήθος μεταγενέστερων μονωδών, αλλά και αρκετούς μη-οπερατικούς καλλιτέχνες, ενώ συνιστά τη θεματική βάση πλειάδας επιτυχημένων θεατρικών παραστάσεων, κινηματογραφικών ταινιών και συγγραφικών έργων.[4]
Πρώιμος βίος
Πρώτα χρόνια και μετανάστευση στην Ελλάδα
Η Μαρία Κάλλας γεννήθηκε στο νοσοκομείο Φλάουερ Χόσπιταλ της 5ης Λεωφόρου του Μανχάταν στις 2 Δεκεμβρίου 1923,[5] από Έλληνες γονείς, τον Γεώργιο (Γιώργο) Καλογερόπουλο από το Νεοχώρι Ιθώμης Μεσσηνίας και την Ευαγγελία (Λίτσα) Δημητριάδου από τη Στυλίδα Φθιώτιδος.[6] Στο πιστοποιητικό γεννήσεώς της αναγράφεται το όνομα Sophie Cecelia Kalos («Σοφία Καικιλία Κάλος»)·[7] ο πατέρας της είχε αρχικώς αλλάξει το οικογενειακό επίθετο σε «Κάλος», αργότερα, όμως, το μετέτρεψε σε «Κάλλας» για λόγους ευφωνίας.[8]
Το ζευγάρι αντιμετώπισε ευθύς εξαρχής πλήθος προβλημάτων, μεταξύ των οποίων και η ασυμφωνία χαρακτήρων· η μητέρα της Κάλλας είχε βλέψεις για κοινωνική ανέλιξη και καλλιτεχνική αναγνώριση, κάτι που στερήθηκε ως νεαρή, ενώ ο πατέρας της είχε πιο περιορισμένες επιθυμίες και μηδαμινό ενδιαφέρον για τις τέχνες.[9] Η γέννηση της πρώτης κόρης του ζεύγους, Υακίνθης (αργότερα «Τζάκι»), το 1917, δεν μείωσε τα προβλήματα της σχέσης τους, τα οποία επιδεινώθηκαν όταν το 1922 ο μοναχογιός τους, Βασίλης, πέθανε από μηνιγγίτιδα σε ηλικία μόλις δύο ετών.[10] Έναν χρόνο αργότερα, το 1923, με τη μητέρα της έγκυο στην ίδια, ο πατέρας της Κάλλας αποφάσισε να μεταφέρει την οικογένεια στις Ηνωμένες Πολιτείες τις Αμερικής.[11] Τον Ιούλιο του 1923 αναχώρησαν για τη Νέα Υόρκη και εγκαταστάθηκαν αρχικώς στην Αστόρια, περιοχή στο Κουίνς με έντονα ελληνικό χαρακτήρα.[12]
Η μητέρα της, που ανέμενε τη γέννηση ενός ακόμα αγοριού, απογοητεύτηκε όταν της ανακοινώθηκε το φύλο του νεογέννητου παιδιού της, αρνούμενη μάλιστα να το δει επί σειρά ημερών.[13] Τρία χρόνια αργότερα, το 1926, η Maria Anna Cecilia Sofia Kalogeropoulos («Μαρία Άννα Καικιλία Σοφία Καλογεροπούλου») βαπτίστηκε χριστιανή στον ορθόδοξο καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδος στην Άνω Ανατολική Πλευρά της Νέας Υόρκης.[14] Ένα έτος μετά, ο πατέρας της άνοιξε το δικό του φαρμακείο και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην 192η Οδό του Μανχάταν, στη γειτονιά Ουάσινγκτον Χάιτς.[15] Στη Νέα Υόρκη, η Κάλλας ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια και μέρος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής της.[16] Ανακαλύπτοντας από νωρίς το μουσικό της ταλέντο η μητέρα της την ωθούσε να τραγουδά, ενώ ευνοούσε περισσότερο τη μεγαλύτερη αδερφή της, γεγονός που θορυβούσε τον πατέρα της, διευρύνοντας τη διχόνοια του ζεύγους.[17] Η καθοδική πορεία του γάμου συνεχίστηκε και το 1937 η μητέρα της πήρε την ίδια και την αδελφή της και επέστρεψαν στην Αθήνα.[18]
Η πολυκατοικία Παπαλεονάρδου στην οδό Πατησίων 61, σχεδιασμένη το 1925 από τον αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Κιτσίκη. Σε αυτό το κτίριο έζησε η Μαρία Κάλλας από το 1937 ως το 1945
Η σχέση με τη μητέρα της
Η σχέση της Κάλλας με τη μητέρα της συνέχισε να επιδεινώνεται κατά την παραμονή τους στην Ελλάδα και στην κορυφή της καριέρας της έγινε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, ειδικά μετά από μια δημοσίευση του περιοδικού Time το 1956 με κεντρικό θέμα τη σχέση αυτή και, αργότερα, με αφορμή το βιβλίο της Λίτσας Δημητριάδου My Daughter Maria Callas («Η κόρη μου η Μαρία Κάλλας»), που εκδόθηκε το 1960.[19] Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Time, η Κάλλας είχε κατηγορήσει δημοσίως τη μητέρα της ότι την εξανάγκαζε να τραγουδάει, γεγονός που οδήγησε στη σταδιακή καταστροφή της παιδικής της ηλικίας:
Η αδερφή μου ήταν λεπτή και όμορφη και φιλική και η μητέρα μου πάντοτε την προτιμούσε. Εγώ ήμουν το ασχημόπαπο, παχουλή και άχαρη και καθόλου δημοφιλής. Είναι άκαρδο να κάνεις ένα παιδί να νιώθει άσχημο και ανεπιθύμητο […]. Δεν θα τη συγχωρήσω ποτέ που μου αφαίρεσε την παιδική μου ηλικία. Κατά τη διάρκεια όλων των χρόνων που θα έπρεπε να παίζω και να μεγαλώνω, εγώ τραγουδούσα ή έβγαζα λεφτά. Όλα όσα έκανα για εκείνους ήταν κυρίως καλά και όλα όσα έκαναν σε εμένα ήταν κυρίως κακά.[20]
Το 1957, η Κάλλας δήλωσε σχετικά ότι «θα πρέπει να υπάρξει ένας νόμος ενάντια στον καταναγκασμό των παιδιών να δίνουν παραστάσεις σε μικρή ηλικία», συμπληρώνοντας ότι «τα παιδιά πρέπει να έχουν μια υπέροχη παιδική ηλικία. Δεν πρέπει να τους δίνονται υπερβολικά μεγάλες ευθύνες».[21] Όπως ανέφερε αργότερα η ίδια, η κατ’ αποκλειστικότητα ενασχόλησή της με τη μονωδία από την ηλικία των δεκατριών ετών επέφερε την οριστική διακοπή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής της μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα το 1937.[22]
Ο βιογράφος της Κάλλας Νικόλαος Πετσάλης-Διομήδης απέδωσε την αμαύρωση της εικόνας της Δημητριάδου ως μητέρας, συν τοις άλλοις, στο ότι επιδείκνυε συμπεριφορά μίσους απέναντι στον σύζυγό της παρουσία των παιδιών.[23] Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι κατά τον σύζυγο της Κάλλας, Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι, και βάσει των λεγόμενων της κοντινής της φίλης, Τζουλιέττα Σιμιονάτο, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής η μητέρα της τής πρότεινε τη συντροφιά ανδρών που βρίσκονταν σε καίριες θέσεις, ούτως ώστε να αποκομίσουν φαγητό ή χρήματα. Η Κάλλας δεν συγχώρησε ποτέ τη μητέρα της για τη μεταχείριση αυτή, που, κατά την ίδια, ήταν μιας μορφής μαστροπεία.[24] Στο βιβλίο της, η Δημητριάδου επιβεβαίωσε ότι «κατοχικοί στρατιώτες και αξιωματικοί που θαύμαζαν το τραγούδισμα της Μαρίας […] μάς έφερναν φαγητό λαθραίως ή μοιράζονταν τις μερίδες τους με εμάς», καταλήγοντας στο ότι «συνολικά η τύχη της Μαρίας κατά τη διάρκεια του πολέμου —και της αδερφής της και η δική μου επίσης— ήταν σημαντικά ευκολότερη από ό,τι των περισσοτέρων Αθηναίων, επειδή λάτρεις της μουσικής που βρίσκονταν ανάμεσα στους αξιωματικούς των δυνάμεων κατοχής υπερέβαλαν εαυτόν για να εκδηλώσουν τον θαυμασμό τους για εκείνη».[25]
Σε μια προσπάθεια βελτίωσης της σχέσης τους η ανερχόμενη, τότε, μονωδός πήρε τη μητέρα της μαζί της κατά την πρώτη της επίσκεψη στο Μεξικό το 1950, αλλά εκεί αναβίωσαν οι παλιές προστριβές,[26] με αποτέλεσμα οι δυο τους να μην ξανασυναντηθούν ποτέ έκτοτε. Αργότερα, με αφορμή ορισμένα υβριστικά γράμματά της, η Κάλλας έληξε διά παντός την επικοινωνία με τη μητέρα της.[27]
Μουσική εκπαίδευση
Η Ελβίρα ντε Ιδάλγο (1891 – 1980), Ισπανίδα κολορατούρα και δασκάλα της Μαρίας Κάλλας, σε νεαρή ηλικία
Η Κάλλας έλαβε τη μουσική της εκπαίδευση στην Αθήνα. Αρχικά, η μητέρα της επιχείρησε να την εγγράψει στο επιφανές Ωδείο Αθηνών, χωρίς επιτυχία·[28] στην ακρόαση η άγουρη, ακόμα, και ανεκπαίδευτη φωνή της δεν εντυπωσίασε την επιτροπή, ενώ ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ωδείου Φιλοκτήτης Οικονομίδης δεν θα την έκανε δεκτή αν δεν αποκτούσε το απαραίτητο θεωρητικό υπόβαθρο.[29] Το καλοκαίρι του 1937, η μητέρα της επισκέφτηκε τη δασκάλα μονωδίας Μαρία Τριβέλλα στο νεότερο Εθνικό Ωδείο, ζητώντας της να αναλάβει ως μαθήτρια την κόρη της έναντι χαμηλού αντιτίμου. Το 1957, η Τριβέλλα μοιράστηκε την αρχική εντύπωσή της για την ερμηνεία της νεαρής Κάλλας:[30]
Ο τόνος της φωνής ήταν ζεστός, λυρικός, έντονος· στριφογύριζε και έλαμπε σαν φλόγα και γέμιζε τον αέρα με μελωδικές αντηχήσεις σαν καριγιόν. Σε κάθε περίπτωση, ήταν ένα εκπληκτικό φαινόμενο ή, μάλλον, ήταν ένα σπουδαίο ταλέντο που χρειαζόταν έλεγχο, τεχνική εκπαίδευση και αυστηρή πειθαρχία για να λάμψει με όλη της την λαμπρότητα.
Η Τριβέλλα συμφώνησε να αναλάβει τη διδασκαλία της αρνούμενη να λάβει χρήματα, ενώ σύντομα διαπίστωσε ότι η Κάλλας δεν ήταν κοντράλτο όπως της είχαν πει αρχικώς, αλλά μια δραματική υψίφωνος· συνεπώς, εργάστηκαν για την επέκταση του φωνητικού εύρους της και την ελάφρυνση του ηχοχρώματός της.[31] Η Τριβέλλα περιέγραψε την Κάλλας ως «ένα πρότυπο μαθήτριας» με «φαινομενική πρόοδο» που «μελετούσε πέντε με έξι ώρες την ημέρα» και «μέσα σε έξι μήνες, τραγουδούσε τις πιο δύσκολες άριες του διεθνούς οπερατικού ρεπερτορίου με την ύψιστη μουσικότητα».[32] Στις 11 Απριλίου 1938, στο συναυλιακό ντεμπούτο της, η Κάλλας τραγούδησε ένα ντουέτο από την όπερα Τόσκα του Πουτσίνι στο τέλος του ρεσιτάλ της τάξης Τριβέλλα στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός».[33]
Δύο χρόνια μετά την έναρξη των μαθημάτων με την Τριβέλλα, η Κάλλας πέρασε ξανά από ακρόαση στο Ωδείο Αθηνών με την άρια Ocean, Thou Mighty Monster από την όπερα Όμπερον του Βέμπερ. Η Iσπανίδα σοπράνο κολορατούρα και καθηγήτρια μονωδίας, Ελβίρα ντε Ιδάλγο, που βρισκόταν στην επιτροπή, περιέγραψε ότι άκουσε «στροβιλώδεις, φουσκωμένους καταρράκτες ήχων που ήταν, βέβαια, ανεξέλεγκτοι, αλλά σίγουρα γεμάτοι θεατρικότητα και συναίσθημα». Τη δέχτηκε αμέσως ως μαθήτριά της και, μετά από παράκληση της μητέρας της, συμφώνησε να αναμείνει ένα έτος ως την αποφοίτησή της από το Εθνικό Ωδείο.[34] Στις 2 Απριλίου 1939, η Κάλλας ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Σαντούτσα σε μία μαθητική παραγωγή της όπερας του Πιέτρο Μασκάνι Καβαλερία Ρουστικάνα. Η παράσταση ανέβηκε στο πρώτο Θέατρο Ολύμπια, χώρο διεξαγωγής των παραστάσεων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, και το φθινόπωρο του ίδιου έτους η Κάλλας εγγράφηκε στην τάξη της Ελβίρα ντε Ιδάλγο στο Ωδείο Αθηνών.[35]
Το 1968, η Κάλλας ανέφερε σε συνέντευξή της ότι η ντε Ιδάλγο «κατείχε την πραγματικά σπουδαία εκπαίδευση, ίσως την τελευταία πραγματική εκπαίδευση του μπελ κάντο» και ότι από εκείνη έμαθε ότι «όσο βαριά κι αν ήταν μια φωνή, έπρεπε να παραμένει ελαφριά, έπρεπε πάντα να κατεργάζεται για να μένει ευλύγιστη, ποτέ να μην βαραίνει».[36] Αργότερα, η ντε Ιδάλγο αποκάλεσε την Κάλλας ένα «φαινόμενο», επισημαίνοντας ότι παρακολουθούσε τα μαθήματα όλων των φωνών —υψίφωνους, μεσόφωνους, τενόρους κ.α.— φτάνοντας στο ωδείο με τον πρώτο και αποχωρώντας με τον τελευταίο μαθητή. Η Κάλλας αιτιολόγησε αυτή της τη συνήθεια εξηγώντας ότι, ανεξαρτήτως δεξιότητας, κάθε μαθητής μπορεί να αποτελέσει διδακτικό παράδειγμα ακόμα και για τον πλέον ταλαντούχο εκπαιδευόμενο.[36]
Σταδιοδρομία
Πρώτη καριέρα στην Ελλάδα
Τιμητικό άγαλμα της Μαρίας Κάλλας από την γλύπτρια Ασπασία Παπαδοπετράκη, ευρισκόμενο στην Πλατεία Μαδρίτης, όπισθεν του ξενοδοχείου Χίλτον
Μετά από σειρά εμφανίσεων ως μαθήτρια, η Κάλλας ανέλαβε κάποιους δευτερεύοντες ρόλους στην Εθνική Λυρική Σκηνή με την αρωγή της ντε Ιδάλγο.[37] Το επίσημο επαγγελματικό ντεμπούτο της έγινε κατά τη σεζόν 1940 – 1941 της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στον μικρό ρόλο της Βεατρίκης στην οπερέτα Βοκκάκιος του Φραντς φον Σουπέ.[38] Όπως επιβεβαίωσαν αργότερα συνάδελφοί της από εκείνη την εποχή, το εργασιακό κλίμα που αντιμετώπισε τότε ήταν αρνητικό, με αρκετές εκ των υψιφώνων του θιάσου να βάλουν εναντίον της για λόγους επαγγελματικού ανταγωνισμού.[39] Εντούτοις, η Κάλλας αντιπαρήλθε τις όποιες εχθρότητες και, εν τέλει, ανέλαβε τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο στις 27 Αυγούστου 1942, εμφανιζόμενη ως Τόσκα στη φερώνυμη όπερα του Πουτσίνι.[40] Κατά τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1943, συμμετείχε στον χορό της ελληνικής όπερας Ο Πρωτομάστορας σε μουσική Μανώλη Καλομοίρη και πλοκή βασισμένη στο ομώνυμο έργο που ο Νίκος Καζαντζάκης είχε συγγράψει το 1908 – 1909 στο Παρίσι.[41] Τον Ιούλιο του 1943 πρωταγωνίστησε ξανά ως Τόσκα στο Θερινό Θέατρο Πλατείας Κλαυθμώνος.[42] Την άνοιξη του 1944 η Κάλλας επανεμφανίστηκε ως Σαντούτσα στην Καβαλερία Ρουστικάνα στο Θέατρο Ολύμπια, αυτή τη φορά ούσα επαγγελματίας υψίφωνος. Στη νέα παραγωγή του Πρωτομάστορα, που ανέβηκε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού τον Ιούλιο του 1944, η μονωδός ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.[43]
Τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1944 η Μαρία Καλογεροπούλου, όπως ήταν γνωστή τότε, πρωταγωνίστησε στην όπερα Στον κάμπο του Εζέν ντ’Αλμπέρ. Για την ερμηνεία της κατά την πρεμιέρα της 22ας Απριλίου 1944, δέχτηκε διθυραμβικές κριτικές· ειδικότερα η κριτικός Σοφία Κ. Σπανούδη ανέφερε ότι «η δραματική σοπράνο δις Καλογεροπούλου είνε [sic] μία εξόχως δυναμική καλλιτέχνις [sic] με τα σπανιώτερα [sic] δραματικά και μουσικά χαρίσματα. Στον καταθλιπτικό και μουσικώς αγνώμονα ρόλο της Μάρθας θριάμβευσε σ’ όλη τη γραμμή».[44] Ακόμα, ο έτερος πρωταγωνιστής του έργου, βαρύτονος Ευάγγελος Μαγκλιβέρας, περιέγραψε την ερμηνεία της Καλογεροπούλου ως «μια θεατρική ερμηνεία του επιπέδου μιας τραγικής ηθοποιού» και την φωνή της ως «εξαίρετη» και «εκθαμβωτικής φυσικής ευφράδειας». Κατά την κριτικό Αλεξάνδρα Λαλαούνη επρόκειτο για «ένα από εκείνα τα θεόσταλτα ταλέντα που μπορεί κανείς μόνο να τα θαυμάζει».[45] Το έργο Φιντέλιο του Μπετόβεν, στο οποίο η Κάλλας πρωταγωνίστησε ως Λεονόρε, ανέβηκε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού κατά τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1944, σε μια μεταφορά στην ελληνική γλώσσα. Ο γερμανός κριτικός Φρίντριχ Χέρτσογκ που παρακολούθησε τις παραστάσεις, ανακήρυξε την Λεονόρε ως «τον μεγαλύτερο θρίαμβο της Κάλλας».[46]
Ακολούθησε το έργο Ο ζητιάνος φοιτητής του Καρλ Μιλλαίκερ στο Θερινό Θέατρο Λεωφόρου Αλεξάνδρας το Σεπτέμβριο του 1945, όπου η Κάλλας ερμήνευσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Λάουρα[47] και άλλη μία παραγωγή του έργου Στον κάμπο τον Μάρτιο του 1945, η τελευταία της μονωδού εκείνη την περίοδο.[48] Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, η ντε Ιδάλγο συμβούλευσε την Κάλλας να συνεχίσει την καριέρα της στην Ιταλία. Αφού ολοκλήρωσε μια συναυλιακή περιοδεία ανά την Ελλάδα, η Κάλλας προτίμησε να μεταβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες για να συναντήσει τον πατέρα της και να κυνηγήσει τις εκεί ευκαιρίες. Αναχώρησε για την Αμερική στις 14 Σεπτεμβρίου 1945, έχοντας συμμετάσχει σε 56 παραστάσεις επτά οπερατικών έργων, και έχοντας δώσει 20 ρεσιτάλ.[49] Τιμώντας τη θεμέλιο καριέρα της στην Ελλάδα, η Κάλλας δήλωσε αργότερα ότι, χάρη σε αυτήν, το δυσκολότερο κομμάτι της σταδιοδρομίας της ήταν άνευ εκπλήξεων.[50]
Οι κατηγορίες την περίοδο της Κατοχής
Ο βιογράφος της Κάλλας, Πετσάλης-Διομήδης, διευκρίνισε ότι «δεν μπορεί να αναιρεθεί το ότι, για τον έναν λόγο ή τον άλλον, [η Κάλλας] συχνά είχε […] και επαγγελματικές συναλλαγές και προσωπικές σχέσεις με ανθρώπους των εχθρικών ενόπλων δυνάμεων, κυρίως με Ιταλούς, και επίσης ότι μετά την αποχώρηση των Ιταλών τον Σεπτέμβριο του 1943 υποστηρίχθηκε επαγγελματικά από τη γερμανική προπαγάνδα και πολιτιστική διοίκηση».[51] Όπως μετέφερε ο βιογράφος και γνώριμος της Κάλλας, Στέλιος Γαλατόπουλος, κατά τη λήξη της Κατοχής, «ορισμένοι από τους λιγότερο επιτυχημένους συνεργάτες της επιχείρησαν να δικαιολογήσουν το ότι ήταν [καλλιτεχνικώς] ανενεργοί κατηγορώντας την [Κάλλας] ότι είχε σταθεί υπερβολικά φιλική στα στρατεύματα κατοχής και εξαιρετικά αγωνιώδης να τραγουδήσει για αυτά»·[52] ο ειδικός σε ζητήματα όπερας και βιογράφος της Κάλλας, Μάικλ Σκοτ, συμμερίστηκε αυτήν την άποψη.[53] Κατά τον Πετσάλη-Διομήδη οι μονωδοί και χορωδοί της νεοσύστατης και υπαγόμενης στο κράτος Εθνικής Λυρικής Σκηνής επί της ουσίας συμμετείχαν υποχρεωτικά σε οποιαδήποτε συναυλία παρακολουθούσαν ή διοργάνωναν ιταλοί ή γερμανοί αξιωματικοί των δυνάμεων κατοχής.[54] Ο Γαλατόπουλος εξήγησε περαιτέρω ότι κανείς μονωδός της εποχής δεν απέρριψε κάποιο συμβόλαιο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για πατριωτικούς λόγους, επισημαίνοντας ότι όσοι δεν κλήθηκαν να τραγουδήσουν ήταν άτυχοι, μάλλον, και όχι αντιρρησίες, με αρκετούς εξ αυτών να βάλλουν κατά της Κάλλας για λόγους αντιζηλίας.[52]
Επιστροφή στην Αμερική
Μετά τον γυρισμό της στις Ηνωμένες Πολιτείες και την επανασύνδεση με τον πατέρα της τον Σεπτέμβριο του 1945, η Κάλλας πέρασε από σειρά ακροάσεων. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, η ακρόασή της από τον Έντουαρντ Τζόνσον, διευθυντή της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης, έφερε την προσφορά δύο ρόλων στα έργα Φιντέλιο του Μπετόβεν και Μαντάμα Μπατερφλάι του Πουτσίνι. Ωστόσο η Κάλλας απέρριψε την πρόταση, θεωρώντας τον σωματότυπο που είχε ασύμβατο με την εικόνα της Μπατερφλάι και αρνούμενη να ερμηνεύσει όπερα στα αγγλικά όπως ζήτησε περαιτέρω ο Τζόνσον.[55]
Στην Ιταλία, Σεραφίν και Μενεγκίνι
Η Μαρία Κάλλας με τον σύζυγό της Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι στο σπίτι τους στο Μιλάνο το 1957
Το 1946, η Κάλλας αναμενόταν να εκκινήσει τη σεζόν της Όπερας του Σικάγο πρωταγωνιστώντας στην όπερα Τουραντότ του Πουτσίνι, εντούτοις η συμφωνία ακυρώθηκε εξαιτίας ενός οικονομικού προβλήματος.[56] Ο βαθύφωνος Νικόλα Ρόσι-Λεμένι που θα συμπρωταγωνιστούσε στο έργο τη σύστησε στον επιφανή Ιταλό μαέστρο Τούλιο Σεραφίν που αναζητούσε μια δραματική σοπράνο για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της όπερας Τζοκόντα του Αμίλκαρε Πονκιέλλι που θα ανέβαινε στην Αρένα της Βερόνας. Εντυπωσιασμένος από τις ικανότητές της, ο μαέστρος τής έδωσε το ρόλο κι έτσι στις 2 Αυγούστου 1947 η Κάλλας έκανε το ντεμπούτο της στην Ιταλία ως Τζοκόντα.[57] Αναφερόμενη στον Σεραφίν σε συνέντευξή της το 1958, η Κάλλας δήλωσε ότι το να συνεργαστεί μαζί του ήταν η «πραγματικά τυχερή» ευκαιρία της καριέρας της, καθώς και ότι ο μαέστρος τής δίδαξε «ότι πρέπει να υπάρχει εκφραστικότητα και μια αιτιολόγηση για τη μουσική».[58]
Το 1947, λίγο μετά την άφιξή της στη Βερόνα σε ηλικία 23 ετών, η Κάλλας γνώρισε τον Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι, έναν αρκετά μεγαλύτερό της πλούσιο και φιλόμουσο βιομήχανο με τον οποίον συνήψαν δεσμό, ο οποίος επισημοποιήθηκε με τον γάμο τους στις 21 Απριλίου 1949.[59] Μέχρι τον χωρισμό τους δέκα χρόνια αργότερα, ο Μενεγκίνι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διευθέτηση πολλών πτυχών της καριέρας της.[60] Μάλιστα, κατά τη διάρκεια των κορυφαίων ετών της σταδιοδρομίας της, η υψίφωνος παρουσιαζόταν ως Maria Meneghini Callas («Μαρία Μενεγκίνι Κάλλας»).[61]
Το 1948, ο Σεραφίν προσέφερε στην Κάλλας τον ρόλο της Ιζόλδης στην όπερα Τριστάνος και Ιζόλδη του Βάγκνερ.[62] Μια διετία αργότερα, στη Βενετία, η καριέρα της Κάλλας σημαδεύτηκε από ένα καθοριστικό επίτευγμά της. Η μονωδός είχε αναλάβει τον ρόλο της Μπρουνχίλντε στη Βαλκυρία του Βάγκνερ στο διάσημο Θέατρο Λα Φενίτσε, όταν η Μαργκερίτα Καρόζιο που θα τραγουδούσε την Ελβίρα στην όπερα Οι Πουριτανοί στο ίδιο θέατρο αρρώστησε. Αδυνατώντας να βρει αντικαταστάτρια για την Καρόζιο, ο Σεραφίν ανέθεσε στην Κάλλας να μάθει τον ρόλο σε μόλις μία εβδομάδα, όντας βέβαιος για την ικανότητά της να το πετύχει.[63] Οι δύο όπερες ήταν έντονα διαφορετικές ως προς το ύφος και τις φωνητικές απαιτήσεις και αρχικώς ο τύπος και οι κριτικοί έδειξαν δυσπιστία απέναντι στο εγχείρημα. Ωστόσο η παράσταση στέφθηκε με επιτυχία· τονίζοντας τη διαφορετικότητα των ρόλων της Ελβίρας και της Μπρουχίλντε, ο Ιταλός σκηνοθέτης Φράνκο Τζεφιρέλι επεσήμανε ότι «αυτό που πέτυχε στη Βενετία ήταν πραγματικά απίστευτο».[64]
Η αλλαγή πλεύσης που συντελέστηκε με την όπερα Οι Πουριτανοί ήταν κομβικής σημασίας για τη μετέπειτα πορεία της Κάλλας, ανοίγοντάς της τον δρόμο για συναφή έργα όπως η Λουτσία ντι Λάμερμουρ, η Τραβιάτα, η Υπνοβάτις, η Άννα Μπολένα και η Μήδεια.[65] Μάλιστα, ορισμένα εκ των έργων των Μπελίνι, Ντονιτσέτι, Ροσίνι και Κερουμπίνι που προέκυψαν από αυτήν τη «στροφή» και χαρακτήρισαν τη σταδιοδρομία της μονωδού, είχαν προ πολλού πάψει να ανεβαίνουν στις οπερατικές σκηνές διεθνώς. Η Κάλλας αναβίωσε το ενδιαφέρον για αυτά, με αποτέλεσμα να αποτελούν ως και σήμερα σταθερά στοιχεία του διεθνούς οπερατικού ρεπερτορίου.[66]
Σημαντικές πρεμιέρες και κομβικές στιγμές
Η Μαρία Κάλλας με τον τενόρο Βαλιάνο Νατάλι, στην πρόβα της Λουτσία ντι Λάμερμουρ στο Θέατρο Ντελ Μάτζο Μουσικάλε της Φλωρεντίας το 1953
Στη Νότιο Αμερική
Την ίδια κιόλας νύχτα της ημέρας του γάμου της με τον Μενεγκίνι στη Βερόνα, η Κάλλας αναχώρησε για την Αργεντινή, για να τραγουδήσει στο Θέατρο του Κολόμβου στο Μπουένος Άιρες· έκανε την πρεμιέρα της εκεί στις 20 Μαΐου 1949[67] πρωταγωνιστώντας στην Αΐντα του Βέρντι, την Τουραντότ του Πουτσίνι και τη Νόρμα του Μπελίνι, τον ομώνυμο ρόλο της οποίας τραγούδησε περίπου 90 φορές στη διάρκεια της καριέρας της, περισσότερες από κάθε άλλο ρόλο.[68] Το 1950, πραγματοποίησε πρεμιέρα στο Παλάτι των Καλών Τεχνών, σημαντικό πολιτιστικό κέντρο της Πόλης του Μεξικού, τραγουδώντας τη Νόρμα για έτι μία φορά.[69] Το ίδιο έτος, τραγούδησε στο Παλάτι την Αΐντα του Βέρντι, προσθέτοντας την υψηλότατη νότα μι ύφεση (E♭6) στο τέλος της δεύτερης πράξης, κατά το Εμβατήριο του Θριάμβου· η πρότασή της ενθουσίασε το κοινό[70] και έτσι η Κάλλας επανέλαβε το εγχείρημα όταν επέστρεψε στο Παλάτι έναν χρόνο μετά, στις 3 Ιουλίου 1951.[71]
Στην Όπερα της Ρώμης
Στις 26 Φεβρουαρίου 1949 η Κάλλας πρωταγωνίστησε στην όπερα Πάρσιφαλ του Βάγκνερ, εμφανιζόμενη για πρώτη φορά στην Όπερα της Ρώμης. Η παράσταση μεταδόθηκε μέσω ραδιοφώνου[72] και έτυχε ευρείας κριτικής αποδοχής.[73] Στην ίδια σκηνή, εκτυλίχτηκε ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα γεγονότα της σταδιοδρομίας της μονωδού.[74] Στις 2 Ιανουαρίου 1958, η Κάλλας εμφανίστηκε ως Νόρμα στην εναρκτήρια συναυλία εκείνης της καλλιτεχνικής περιόδου του θεάτρου.[75] Ωστόσο, μετά τη λήξη της πρώτης πράξης η μονωδός ανακοίνωσε ότι δεν ήταν σε θέση να ολοκληρώσει την παράσταση, επικαλούμενη μια ίωση που την ταλαιπωρούσε ως και την προηγούμενη ημέρα της συναυλίας.[76] Η διεύθυνση του θεάτρου δεν είχε προνοήσει για την ύπαρξη αντικαταστάτριας της Κάλλας —ως είθισται στις οπερατικές παραγωγές—,[77] κι έτσι αναγκάστηκε να ανακοινώσει την ματαίωση της συναυλίας.[78] Το γεγονός ότι στο κοινό βρίσκονταν ο τότε Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας μετά της συζύγου του και άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι συνεισέφερε στο σκανδαλώδες της «αποχώρησης της Κάλλας»,[79] που συνέχισε να αποτελεί θέμα στον τύπο για αρκετό καιρό,[80] συνιστώντας ένα μελανό σημείο της σταδιοδρομίας της.[74]
Στη Σκάλα του Μιλάνου
Η Μαρία Κάλλας ως Τζούλια στην όπερα Η Εστιάς που ανέβασε η Σκάλα του Μιλάνου το 1954
Ως το 1950, η Κάλλας είχε εμφανιστεί στα μεγαλύτερα θέατρα της Ιταλίας, εκτός της Σκάλας του Μιλάνου. Η πρώτη φορά που εμφανίστηκε στη σκηνή της Σκάλας ήταν το 1950, όταν αντικατέστησε την υποτιθέμενη[81] αντίζηλό της, Ρενάτα Τεμπάλντι, στον ρόλο της Αΐντα.[82] Ωστόσο, η επίσημη πρεμιέρα της στο θέατρο έγινε έναν χρόνο αργότερα, στις 7 Δεκεμβρίου 1951, με την εκκίνηση της καλλιτεχνικής σεζόν του θεάτρου στον Σικελικό Εσπερινό του Βέρντι,[83] εμφάνιση που της προσέφερε ευρύτερη αναγνώριση.[84] Κατά τη διάρκεια των επόμενων επτά ετών η Σκάλα υπήρξε η σκηνή των μεγάλων θριάμβων της σε ένα ευρύ φάσμα ρόλων. Εκεί, συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως ο μαέστρος Χέρμπερτ φον Κάραγιαν,[85] η χορογράφος Μαργκαρέτε Βάλμαν[86] και οι σκηνοθέτες Φράνκο Τζεφιρέλι[87] και Λουκίνο Βισκόντι. Ο δεύτερος, εισήλθε στον χώρο της οπερατικής σκηνοθεσίας ειδικά για την Κάλλας,[88] για την οποία σκηνοθέτησε πολλές καινούργιες και πολυτελείς παραγωγές έργων όπως η όπερα Η Εστιάς του Γκασπάρε Σποντίνι, η Τραβιάτα, η Υπνοβάτις, η Άννα Μπολένα και η Ιφιγένεια εν Ταύροις του Γκλουκ.[89]
Στα καμαρίνια της Σκάλας του Μιλάνου το 1957, ο Λουκίνο Βισκόντι βοηθά την Μαρία Κάλλας να ετοιμαστεί για την Άννα Μπολένα
Στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου
Το 1952, η Βασιλική Όπερα του Λονδίνου στο Κόβεντ Γκάρντεν φιλοξένησε τη μονωδό για πρώτη φορά, και πάλι στον ομώνυμο ρόλο της όπερας Νόρμα.[69] Με τα λόγια της Κάλλας, η ίδια και το λονδρέζικο κοινό είχαν μια «σχέση αγάπης»·[90] η καλλιτέχνιδα εμφανίστηκε στη Βασιλική Όπερα αρκετές φορές από το 1953 ως το 1965. Μάλιστα, στις 6 Ιουλίου 1965 έδωσε εκεί την τελευταία οπερατική παράσταση της καριέρας της,[91] πρωταγωνιστώντας ως Τόσκα σε μια παραγωγή σχεδιασμένη από τον Φράνκο Τζεφιρέλι, στην οποία συμμετείχε και ο επιφανής βαρύτονος Τίτο Γκόμπι.[92] Η παράσταση έτυχε θερμής αποδοχής από το κοινό, στο οποίο βρισκόταν και η Βασίλισσα Ελισάβετ Β’ με άλλα μέλη της Βρετανικής Βασιλικής Οικογένειας.[93]
Στις Ηνωμένες Πολιτείες
Το ντεμπούτο της στις Ηνωμένες Πολιτείες πραγματοποιήθηκε πέντε χρόνια μετά το ταξίδι στην Αργεντινή, το 1954, οπότε η Κάλλας τραγούδησε τη Νόρμα στη νεοσυσταθείσα Λυρική Όπερα του Σικάγο, συνεισφέροντας με την ερμηνεία της στην εδραίωσή της.[94] Το 1956 έκανε πρεμιέρα στη Μητροπολιτική Όπερα και πάλι με τη Νόρμα.[69] Όπως και με τη Λυρική Όπερα του Σικάγο, το 1957 η μονωδός έδωσε μια επιτυχημένη συναυλία με την οποία εγκαινιάστηκε η Όπερα του Ντάλας, συμβάλοντας στην εδραίωσή της. Το 1958 εμφανίστηκε ως Μήδεια για πρώτη και μοναδική φορά στην Αμερική· η «Μήδεια του Ντάλας» (Dallas Medea) όπως έγινε γνωστή, υπήρξε κατά κοινή ομολογία μια «μνημειώδης εμπειρία», με την ερμηνεία της Κάλλας να χαρακτηρίζεται «εφάμιλλη του Ευριπίδη».[95] Το ίδιο έτος, το συμβόλαιό της με τη Μητροπολιτική Όπερα ακυρώθηκε, εξαιτίας μιας διαφωνίας με τον γενικό διευθυντή Ρούντολφ Μπινγκ που έλαβε ευρεία δημοσιότητα.[96] Ακολούθως, η Κάλλας αποδέχθηκε μια πρόταση από την Αμερικανική Εταιρεία Όπερας και συμφώνησε να παίξει την Ιμογένη στην όπερα Ο Πειρατής του Μπελίνι τον Ιανουάριο του 1959.[97] Κατά τον κριτικό όπερας Άλαν Κόζιν, η παράσταση «έγινε γρήγορα θρυλική στους οπερατικούς κύκλους».[98] Αργότερα, ο Μπινγκ και η Κάλλας συμφιλιώθηκαν και η μονωδός επανήλθε στη Μητροπολιτική Όπερα το 1965 ως Τόσκα.[99]
Στην Όπερα των Παρισίων
Casta Diva («Αγνή Θεά», Νόρμα)
Μαρία Κάλλας, Πρεμιέρα στην Όπερα των Παρισίων, 19 Δεκεμβρίου 1958
Η πρεμιέρα της Κάλλας στο Παρίσι καθυστέρησε αρκετά· ήρθε το 1958, με τη συναυλία της στην Οπερά Γκαρνιέ, ένα σπουδαίο κοσμικό γεγονός που παρακολούθησαν πολλές επιφανείς προσωπικότητες της εποχής.[100] Αργότερα, στις 23 Μαΐου 1964, η Κάλλας εμφανίστηκε στην ίδια σκηνή ως Νόρμα, με τη μεσόφωνο Τζουλιέττα Σιμιονάτο στον ρόλο της Ανταλτζίζα· παρά τα φωνητικά προβλήματα που είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει, το παρισινό κοινό την υποδέχτηκε θερμά και οι κριτικοί εξήραν την ερμηνεία της.[101]
Εμφανίσεις στην Ελλάδα μετά το 1950
Πρεμιέρα της Μήδειας του Κερουμπίνι στην Επίδαυρο, 6 Αυγούστου 1961. Από τα αριστερά προς τα δεξιά, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Κωστής Μπαστιάς, η Μαρία Κάλλας και ο Αλέξης Μινωτής (Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη)
Συναυλία στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού (1957)
Το 1957, η Κάλλας συμφώνησε να δώσει δύο συναυλίες για το Φεστιβάλ Αθηνών, στις 1 και 5 Αυγούστου 1957, με διευθυντή ορχήστρας τον Αντονίνο Βότο της Σκάλας του Μιλάνου.[102] Αρχικά, η Κάλλας πρότεινε την προσφορά της αμοιβής της υπέρ του Φεστιβάλ Αθηνών, εντούτοις οι διοργανωτές του απέρριψαν την πρότασή της εμφατικά, επικαλούμενοι την οικονομική αυτάρκεια του θεσμού. Ως αποτέλεσμα, η μονωδός αιτήθηκε αμοιβή των 9.000 δολαρίων —περίπου 270.000 δρχ—, γεγονός που εργαλειοποίηθηκε από την τότε αντιπολίτευση και παρουσιάστηκε ως υπέρμετρη σπατάλη ενός ήδη οικονομικά επιβαρυμένου κράτους. Ο τύπος έδωσε μεγάλες διαστάσεις στο ζήτημα στοχεύοντας ειδικότερα την Κάλλας, που, περαιτέρω, ακύρωσε την πρώτη συναυλία, εμφανιζόμενη τελικά μόνο στις 5 Αυγούστου.
Στο ρεσιτάλ, ερμήνευσε άριες ιταλικών, γερμανικών και γαλλικών οπερατικών έργων, λαμβάνοντας θερμή ανταπόκριση από το αθηναϊκό κοινό, μεταξύ του οποίου βρισκόταν σύσσωμη η τότε κυβέρνηση και επιφανείς καλλιτέχνες και προσωπικότητες.[104] Σε συνέντευξη που είχε δώσει στα ελληνικά στον θεατρικό κριτικό και δημοσιογράφο Αχιλλέα Μαμάκη στις 4 Αυγούστου 1957,[105] η Κάλλας αναφέρθηκε στην αναβολή της συναυλίας που, επισήμως, απέδωσε σε κόπωση της φωνής της[106] και, μεταξύ άλλων, στην ελληνικότητά της, που τη χαρακτήρισε απαράγραπτη.[107]
Στην Επίδαυρο ως Νόρμα (1960)
Τρία χρόνια μετά τη συναυλία στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, η Κάλλας δέχτηκε να πρωταγωνιστήσει ως Νόρμα στην πρώτη παραγωγή όπερας στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου από την Εθνική Λυρική Σκηνή,[108] διευθυντής της οποίας ήταν ο εκδότης και δημοσιογράφος Κωστής Μπαστιάς· το γεγονός αυτό συνέβαλε στην αποδοχή της πρότασης από τη μονωδό,[109] καθώς το 1941, κατά την πρώτη του θητεία, ο Μπαστιάς είχε εξασφαλίσει στην Κάλλας έναν σταθερό μισθό από την Εθνική Λυρική Σκηνή και τον ρόλο της Βεατρίκης στον Βοκκάκιο του Φραντς φον Σουπέ, εγκαινιάζοντας, έτσι, την καριέρα της στην όπερα.[110] Μάλιστα, ως ανταπόδοση της βοήθειάς του στην πρώιμη φάση της σταδιοδρομίας της, η Κάλλας συμφώνησε να παραχωρήσει την αμοιβή της για την ίδρυση του θεσμού των Υποτροφιών Μαρία Κάλλας, με στόχο την ανάδειξη και υποστήριξη ανερχόμενων ταλαντούχων καλλιτεχνών.[111]
Στις 24 και 28 Αυγούστου 1960 η μονωδός ενσάρκωσε την ηρωίδα του Μπελίνι στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου,[112] με σκηνοθέτη τον Αλέξη Μινωτή, διευθυντή ορχήστρας τον Τούλιο Σεραφίν, ενδυματολόγο τον Αντώνη Φωκά και σκηνογράφο τον Γιάννη Τσαρούχη. Τον αμέσως σημαντικότερο ρόλο της ιέρειας Ανταλτζίζα ανέλαβε η μεσόφωνος Κική Μορφονιού. Αμφότερες οι παραστάσεις ήταν εξαιρετικά επιτυχημένες.[113]
Στην Επίδαυρο ως Μήδεια (1961)
Στην ίδια κατεύθυνση, συμφωνήθηκε η επανεμφάνιση της μονωδού στην Επίδαυρο τον Αύγουστο του 1961, στον ομώνυμο ρόλο της όπερας Μήδεια του Λουίτζι Κερουμπίνι.[114] Τους συμπρωταγωνιστικούς ρόλους ανέλαβαν οι μονωδοί Τζον Βίκερς (Ιάσων), Τζουζέπε Μοντέστι (Κρέων), Σούλα Γλαντζή (Γλαύκη) και Κική Μορφονιού (Νέριδα). Διευθυντής ορχήστρας ήταν ο Νικόλα Ρεσίνιο, η σκηνοθεσία ήταν του Αλέξη Μινωτή, η σκηνογρφία και ενδυματολογία του Γιάννη Τσαρούχη και οι χορογραφίες της Μαρίας Χορς. Και σε αυτήν την παραγωγή, η Κάλλας δώρισε την αμοιβή της στις Υποτροφίες Μαρία Κάλλας. Στο τέλος της παράστασης, η μονωδός επευφημήθηκε εντόνως από το κοινό, που περιελάμβανε μέλη της κυβέρνησης και επιφανείς προσωπικότητες της εποχής.[115] Με εξαίρεση μια απροβάριστη σύντομη εμφάνισή της το 1964 στο Φεστιβάλ Φολκλόρ στη Λευκάδα, αυτή ήταν η τελευταία σκηνική εμφάνιση της Κάλλας στην Ελλάδα.[116]
Παζολίνι και τελευταίες σκηνικές εμφανίσεις
Η Κάλλας με τον Ντι Στέφανο στην αποχαιρετιστήρια συναυλία τους στο Άμστερνταμ στις 11 Δεκεμβρίου 1973
Τον Ιούλιο του 1965 η Κάλλας συμμετείχε για τελευταία φορά σε σκηνική παρουσίαση όπερας, πρωταγωνιστώντας ως Τόσκα σε μια επιτυχημένη[117] παραγωγή στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, με σκηνοθέτη τον Φράνκο Τζεφιρέλι.[91] Αρκετά νωρίτερα, προσωπικοί λόγοι —συναισθηματικοί αλλά και φωνητικής υγείας— είχαν οδηγήσει στη σταδιακή αραίωση των εμφανίσεών της. Στις σπανιότερες αυτές παραστάσεις, άρχισαν να γίνονται περισσότερο εμφανή ορισμένα τεχνικά προβλήματα που είχε αποκτήσει η φωνή της, με τις εικασίες για τα αίτιά τους να πληθαίνουν.[118] Μετά το 1965, η Κάλλας δεν ξανατραγούδησε δημοσίως για οκτώ έτη.[119]
Το 1969 γνωρίστηκε με τον Ιταλό σκηνοθέτη Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Ανέπτυξαν στενή φιλία, από την οποία προέκυψε η ιδέα μιας κινηματογραφικής μεταφοράς της Μήδειας του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Παζολίνι·[120] το έργο προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1969. Παρά τις μεγάλες προσδοκίες τους και την αξιόλογη προσπάθεια όλων των συντελεστών, η ταινία δεν είχε εμπορική επιτυχία.[121]
Το 1973, η Κάλλας σκηνοθέτησε την όπερα Σικελικός Εσπερινός στο Τεάτρο Ρέτζο του Τορίνο από κοινού με τον φίλο και επί σειρά ετών συνεργάτη της τενόρο Τζουζέπε Ντι Στέφανο.[122] Την ίδια χρονιά, ξεκίνησε μαζί του μια παγκόσμια «αποχαιρετιστήρια περιοδεία». Κατά τη διετία 1973 – 1974, Κάλλας και Ντι Στέφανο τραγούδησαν σε δεκάδες πόλεις, μεταξύ των οποίων μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης, της Αμερικής και της Άπω Ανατολής.[123] Σε εκείνο το σημείο, έχοντας μείνει για χρόνια χωρίς καθημερινή εξάσκηση και πάσχοντας από πιθανολογούμενα προβλήματα υγείας, η φωνή της Κάλλας είχε υποβαθμιστεί σημαντικά ως προς την ποιότητά της.
Κατά τον Μάικλ Σκοτ, η περιοδεία σημαδεύτηκε από την ερμηνευτική αδυναμία των δύο μονωδών και την ασυνέπεια του Ντι Στέφανο, που, σε πολλές περιπτώσεις, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το εκάστοτε συναυλιακό πρόγραμμα ή δεν εμφανίστηκε εξαρχής στη σκηνή δηλώνοντας αδιαθεσία. Ωστόσο, ο Σκοτ σημείωσε ότι εν γένει το κοινό υποδέχτηκε τους ερμηνευτές με θέρμη, όντας εστιασμένο στην πρότερη φήμη τους.[125] Ο κριτικός μουσικής και φίλος της Κάλλας, Τζον Αρντόιν, εξέφρασε τις ίδιες θέσεις, προσθέτοντας ότι η μονωδός δεν επέλεξε για την περιοδεία άριες που να ταιριάζουν στη φωνητική της κατάσταση, δυσχεραίνοντας η ίδια τη θέση της.[126] Η περιοδεία έληξε στο Σαππόρο της Ιαπωνίας στις 11 Νοεμβρίου 1974, με την τελευταία δημόσια καλλιτεχνική εμφάνιση της Κάλλας.
Τελευταία χρόνια
Η σχέση με τον Ωνάση
Η Μαρία Κάλλας σε συζήτηση με τον Ούινστον Τσώρτσιλ στη θαλαμηγό του Ωνάση Christina O. το 1959
Τον Σεπτέμβριο του 1957, σε ένα πάρτι που είχε διοργανώσει η ίδια, η κοσμικογράφος Έλσα Μάξγουελ σύστησε την Κάλλας στον Έλληνα εφοπλιστή και επιχειρηματία Αριστοτέλη Ωνάση.[128] Εν καιρώ, η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε μια πολυσυζητημένη σχέση.[129] Το 1959, μετά από δέκα χρόνια γάμου, η Κάλλας άφησε τον Μενεγκίνι. Σύμφωνα με τον σχετικό ελληνικό νόμο της εποχής, όποιος γάμος Έλληνα ή Ελληνίδας δεν είχε τελεστεί σε Ορθόδοξη εκκλησία κρινόταν άκυρος. Καθώς η Κάλλας είχε παντρευτεί σε Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, το 1966 απεκδύθηκε την Αμερικανική υπηκοότητά της διατηρώντας μόνο την ελληνική, ούτως ώστε να διαλύσει και νομικώς τον γάμο της.[130] Παρά την πιθανή βλέψη της να παντρευτεί τον Ωνάση ή, έστω, να συμβιώσουν κατά αποκλειστικότητα, η σχέση τους, τουλάχιστον η ρομαντική, έληξε δύο χρόνια αργότερα το 1968 όταν εκείνος την άφησε εξαπίνης για να παντρευτεί τον Οκτώβριο του ίδιου έτους την Τζάκι Κέννεντι, χήρα του δολοφονηθέντος Αμερικανού Προέδρου Τζον Φ. Κέννεντυ.[131] Ωστόσο, βάσει δημοσιογραφικών πηγών της εποχής, οι δυο τους συνέχισαν να συναντιούνται στο Παρίσι διατηρώντας μια κάποια σχέση.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης πέθανε στο Παρίσι στις 15 Μαρτίου 1975. Πιθανότατα ο θάνατος του, αλλά και η δολοφονία του Πιέρ Πάολο Παζολίνι στις 2 Νοεμβρίου 1975,[133] στοίχισαν στην Κάλλας,[131] που συνέχισε να ζει απομονωμένη στο διαμέρισμά της στο Παρίσι με μόνη συντροφιά την πιστή οικονόμο της, Μπρούνα, και τον μπάτλερ της, Φερούτσιο
Κατερίνα Χέλμη βιογραφικό! Η προσωπική ζωή, η ηλικία, ο θάνατος, η καταγωγή, οι σπουδές, και η κηδεία
Κατερίνα Γεωργιάδη βιογραφικό! Η προσωπική ζωή, η ηλικία, ο θάνατος, η καταγωγή, οι σπουδές, και η κηδεία
Ντίνα Σταθάτου ρετρό! βιογραφικό! Η προσωπική ζωή, η ηλικία, ο θάνατος, η καταγωγή, οι σπουδές, και η κηδεία