Headlines

Φίλιππος Τσεμπερούλης βιογραφικό σήμερα! Η προσωπική ζωή, η ηλικία, το ύψος, η καταγωγή, οι σπουδές, και τα κιλά

Φίλιππος Τσεμπερούλης βιογραφικό σήμερα! Η προσωπική ζωή, η ηλικία, το ύψος, η καταγωγή, οι σπουδές, και τα κιλά Από 8 χρονών μπήκε στον μαγικό κόσμο των πνευστών και στα 13 του μόλις χρόνια πήρε τα πρώτα μεροκάματα παίζοντας μουσική. Έχει ηχογραφήσει περισσότερα από 12.000 τραγούδια, ένα μοναδικό ρεκόρ στην ελληνική δισκογραφία. Από τα χείλη του του έχουν περάσει όλα τα πνευστά όργανα, από κλαρινέτο και φλογέρα μέχρι το αγαπημένο του σαξόφωνο. Ναι, είναι ο «βασιλιάς των πνευστών».

Είναι ο άνθρωπος που νοιώθουν σιγουριά όλοι οι μεγάλοι συνθέτες και ερμηνευτές όταν είναι μαζί τους στην σκηνή ή στο στούντιο. Ό ίδιος για να αποκτήσει αυτό το προνόμιο εμπιστοσύνης και να είναι απαραίτητος σε όλους, δούλεψε σκληρά ώστε να εξελιχθεί όλα αυτά τα χρόνια.

Η ιστορία του ξεκίνησε ένα μεσημέρι στο κλασικό στέκι της παλιάς κοσμικής Αθήνας, στου «Ζόναρς» στην Πανεπιστημίου, όταν ο Μάνος Χατζιδάκις δέχθηκε να ακούσει επί τόπου το κλαρινέτο του νεαρού μουσικού που μόλις είχε φθάσει στην πρωτεύουσα από την Πάτρα. Η ακρόαση αυτή ήταν καθοριστική για την εξέλιξή του.

Το επίσημο ξεκίνημα έγινε τη δεκαετία του ’60 που ως νέος της εποχής συμμετέχει σε αρκετά από τα καλύτερα μοντέρνα συγκροτήματα, μεταξύ άλλων των Mariners και Stylistes. Όλα αυτά έως ότου ακολουθήσει το ρεύμα της εποχής στη δεκαετία του ’70 όταν πολλοί από τους μουσικούς που έπαιζαν στα κλαμπ μετακινήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές του ’70 στις ορχήστρες λαϊκών τραγουδιστών. Σπουδαίοι μουσικοί έδωσαν όγκο από πίσω και πολλοί λαϊκοί ερμηνευτές φάνηκαν περισσότερο χάρη σε αυτούς. Αυτό το χρωστάνε σε αυτούς τους μουσικούς των ορχηστρών και των μοντέρνων συγκροτημάτων του ’60. Ένας εξέχοντας μουσικός εξ αυτών ήταν ο ταλαντούχος κύριος Φίλιππος Τσεμπερούλης.

https://www.youtube.com/watch?v=DfNN14LnKXA

Ο session μουσικός που στην μεγάλη του καριέρα έπαιξε τα πάντα, ηχογράφησε με όλους και ήταν εκεί όταν τον καλούσαν με χαμόγελο, νηφαλιότητα, εγκεφαλικότητα και την δεύτερη οικογένειά του, τα πνευστά. Είναι δηλαδή επί ποδός μια ζωή όλη την ημέρα με πρόβες, στούντιο, ηχογραφήσεις, συναυλίες και όταν έκανε το «διάλλειμά» του ηχογράφησε ένα δίσκο τζαζ που ταξίδεψε και στο εξωτερικό. Θα είχε πολλά σίγουρα να πει με τον πεθερό του, τον τεράστιο Φώτη Πολυμέρη.

Η συναρπαστική ζωή του πριν γίνει βιβλίο, θα μπορούσε άλλωστε με τόσα που έχει ζήσει, προσπαθήσαμε να «χωρέσει» σε μια συνέντευξη που είχε την ταχύτητα της…Λεωφόρου Συγγρού γιατί εκεί δώσαμε ραντεβού και η αιτία ήταν φυσικά η μουσική που με ένα παράξενο τρόπο και μοιραίο μάς έφερε κοντά για να πούμε όλα αυτά που ακολουθούν…
L. SYGGROY 4
-Έχεις παίξει σχεδόν όλα τα είδη μουσικής, που συναντάς περισσότερο τον εαυτό σου;
Είμαι ευχαριστημένος με ό,τι έχω παίξει στην ελληνική μουσική σκηνή. Η ομορφιά αυτής της τέχνης μέχρι και σήμερα με κάνει να αισθάνομαι ακόμα, σαν να μην έχω ολοκληρώσει τον στόχο μου. Η μουσική είναι μία: η «καλή». Εκεί συναντώ τον εαυτόν μου, στον τέλειο παράδεισο της ισορροπίας των 7 ήχων.

-Πώς ξεκίνησες να παίζεις μουσική ; Ποιο ήταν το πρώτο μουσικό ερέθισμα και ποιο πρόσωπο έπαιξε καθοριστικό ρόλο να το πάρεις αυτό στα σοβαρά;
Την δεκαετία 50-60 οι μουσικές μπάντες του Δήμου Πατρέων έκαναν πολλές συναυλίες στις πλατείες και τα καρναβαλίστικα μπουρμπούλια. Μου είπε λοιπόν ο πατέρας μου: «Φίλιππά μου, κοίτα αυτά τα παιδάκια με την στολή! Ζηλεύω, θέλω να μάθεις και εσύ μουσική». Έτσι λοιπόν έγινε η εγγραφή μου στην μπαντίνα στην Πάτρα σε ηλικία 8 ετών. Ο δάσκαλός μου και μαέστρος της μπαντίνας Κωνσταντίνος Βαφειάδης ήταν ο άνθρωπος που με παρότρυνε να συνεχίσω την μουσική.

-Που γεννήθηκες ; Η οικογένεια σου είχε κάποια σχέση με την μουσική; Με τι ασχολούνταν ; Υπήρχε η μουσική σπίτι σας ;
Γεννήθηκα στην Πάτρα 14 Φεβρουαρίου του 1951. Οι δικοί μου δεν είχαν καμμία σχέση με την μουσική. Ο πατέρας μου ήταν πυροσβέστης και η μητέρα μου νοικοκυρά. Στο σπίτι το λαμπάτο ραδιόφωνο Grundig έπαιζε κάθε πρωί μουσική. Δεν θυμάμαι να σου πω το είδος της μουσικής γιατί δεν έδινα σημασία, ήμουν πολύ μικρός.

-Πόσα διαφορετικά είδη πνευστών παίζεις ; Ποιο όργανο κατά τη γνώμη σου είναι ο «βασιλιάς» των πνευστών ; Ποιο ήταν το πρώτο σου μουσικό όργανο, πώς το απέκτησες και που το πρωτοδοκίμασες ;
Η ειδικότης μου είναι τα ξύλινα πνευστά όργανα. Το πρώτο μου όργανο ήταν δανεικό από την φιλαρμονική του Δήμου Πατρέων, ένα κλαρινέτο. Πιστεύω ότι το σαξόφωνο είναι το πιο εκφραστικό και καλόηχο όργανο από αυτά που εγώ χειρίζομαι. Ηχητικά είναι πολύ κοντά στην ανθρώπινη φωνή και γι΄αυτό πολλές φορές είναι το όργανο που την συνοδεύει και την χαϊδεύει με μουσικές φράσεις.

Φίλιππος Τσεμπερούλης βιογραφικό σήμερα! Η προσωπική ζωή, η ηλικία, το ύψος, η καταγωγή, οι σπουδές, και τα κιλά
Φίλιππος Τσεμπερούλης βιογραφικό σήμερα! Η προσωπική ζωή, η ηλικία, το ύψος, η καταγωγή, οι σπουδές, και τα κιλά

-Η πρώτη σου επαγγελματική εμφάνιση με ποιους και που ακριβώς;
Η πρώτη μου εμφάνιση και τα πρώτα χρήματα, 1.000 δραχμές για περίπου 30 ημέρες, ήρθαν την εποχή του καρναβαλιού από 17 Ιανουαρίου μέχρι 15 Μαρτίου το 1964, με τον δάσκαλό μου στο πιάνο. Το κέντρο ονομάζετο «Ρομάντζα» στην Τερψιθέα Πάτρας. Το φοβερό ήταν –και καταγράφηκε στη μνήμη μου- η αναβολή του καρναβαλιού λόγω του θανάτου του βασιλέως Παύλου στις 6 Μαρτίου.

 

-Το γεγονός ότι ξεκίνησες πιτσιρικάς, στα 13 σου, να παίζεις μουσική με προοπτική τι ρόλο έπαιξε στην εξέλιξή σου ως μουσικός και πόσο το εκμεταλλεύτηκες εσύ στην πορεία σου ώστε να ολοκληρωθείς ως μουσικός στα πνευστά;
Στὰ 13 μου χρόνια, παράλληλα με τα μαθήματα σχολείου και φιλαρμονικής, ξεκινά η επαφή μου με μουσικούς μεγαλύτερης ηλικίας, συμμετέχοντας το 1964-65 σε συγκρότημα της εποχής με το όνομα Τσίγκουε Αμίκοι. Όμως οι μουσικοί, που ήταν και οι πρώτοι μου συνεργάτες, είχαν ονόματα και δεν τους ξεχνώ ποτέ. Ήταν οι Γιάννης Πιρπιρής ακορντεόν, Δημήτρης Νεζερίτης κιθάρα -τραγούδι, Θεόδωρος Αγγελόπουλος τρομπέτα, Γιώργος Χατζηπέτρος βιολί, Γιώργος Λαβίδας ντράμς, Γιώργος Μιχαλόπουλος τραγούδι. Η πρώτη μας εμφάνιση ήταν στην Λέσχη Αξιωματικών στην Πάτρα την Πρωτοχρονιά του 1965.

 

Συνεχίσαμε στο κέντρο «Ράχη» της Κάτω Αχαΐας τον Φεβρουάριο την περίοδο του καρναβαλιού και το καλοκαίρι του 1965 μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Αθήνα, προκειμένου να σταδιοδρομήσω στη μουσική. Για 10 μήνες άφησα τα όργανά μου απογοητευμένος, καθώς δεν ήξερα κανέναν. Να όμως που η τύχη μου χαμογέλασε. Γνωστός κάποιου γνωστού συγγενή μου, με γνώρισε στον Μάνο Χατζιδάκι. Μεσημέρι στο Ζόναρς, πίνοντας το καφεδάκι του, άκουσε τον πιτσιρικά να παίζει κλαρινέτο. «Άκου» μου λέει, «βλέπω ότι έχεις ταλέντο, αλλά θα σε ρωτήσω να μου απαντήσεις. Θέλεις δουλειά να βοηθήσεις την οικογένειά σου; Αν ναι, μπορώ να σε βάλω σε ένα κέντρο στην Τρούμπα να παίζεις» (τότε η Τρούμπα ήταν γεμάτη κακόφημα καμπαρέ, Αμερικανούς ναύτες του 6ου στόλου που έπιναν και έκαναν πολλές φασαρίες και γυναίκες που εξεδίδοντο).

 

«Το επόμενο που θα σου πώ και διάλεξε, είναι να συνεχίσεις τις σπουδές σου στο Ωδείο Αθηνών, να γίνεις ένας πολύ καλός μουσικός. Και μόνος σου μετά θα βρεις την τύχη σου». Αυτή ήταν η συμβουλή του μεγάλου μουσικοσυνθέτη μας που άλλαξε την πλεύση μου.

 

Έτσι ξεκίνησα στο Ωδείο Αθηνών με τον μεγάλο μου δάσκαλο Μπάμπη Φαραντάτο. Και μετά από 3 μήνες, με βρίσκουν κάποιοι φίλοι μουσικοί και με καλούν να παίξω μαζί τους. Άλλο που δεν ήθελα! Το πρώτο συγκρότημα ελέγετο Σετ, στον Χολαργό κάναμε πρωϊνές συναυλίες στον κινηματογράφο Αλόμα. Μετά ακολούθησαν άλλα συγκροτήματα: Sailors, Passioneti, Mariners, Στυλίστες.

 

Το 1968 ο μαέστρος Νίκος Λαβράνος μου κάνει πρόταση συνεργασίας. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, με την φροντίδα του σαν πατέρας, με έβαλε στον χώρο και μου έδωσε τα φώτα ώστε να καθιερωθώ στον μουσικό χώρο επαγγελματικά. Καινούργιο έδαφος. Ένας συνεχής αγώνας ενημέρωσης και μελέτης, μου έδωσαν την ώθηση που δεν με εγκαταλείπει μέχρι και σήμερα.

-Με ποιο δίσκο και συνεργασία μπήκες στη δισκογραφία και ποιες θεωρείς ποιο σημαντικές συνεργασίες και για ποιες ηχογραφήσεις θεωρείς τυχερό τον εαυτό σου που ήσουν εκεί ; Πόσες είναι οι ηχογραφήσεις σου;
Ο πρώτος δίσκος που συμμετείχα ως επαγγελματίας μουσικός ήταν ο «Αραμπάς» με την Μαρίζα Κώχ, ο πρώτος χρυσός για την εταιρεία ΜΙΝΟΣ ΜΑΤΣΑΣ το 1971, με πωλήσεις 50.000 δίσκους. Έχω παίξει περισσότερα από 12.000 τραγούδια στην ελληνική δισκογραφία, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες γιατί θα χρειαστούν πολλές σελίδες. Το κάθε track που έγραφα είχε την δική του στιγμή, τον δικό του ήχο και ψυχή. Χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά, δηλαδή την προσωπικότητα του μουσικού, το αποτέλεσμα είναι ψυχρό. Εδώ λοιπόν ξεκινά η καριέρα μου σαν μουσικός session παίζοντας τα πάντα. Όλες οι συνεργασίες μου ήταν με σπουδαία ονόματα: Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Θεοδωράκης, Λοΐζος, Λεοντής, Καλδάρας, Κουγιουμτζής, Πλέσσας, Χατζηνάσιος, Σπανός, Κραουνάκης, Μαμαγκάκης, Μικρούτσικος, Καπνίσης, Μουζάκης, Λαβράνος, Ιγναντιάδης, Νικολόπουλος, Βαρδής, Τόκας, Τερζής, Χρυσοβέργης, Πετρίδης, Μ. Καρράς. Για τραγουδιστές δεν θα σας πω, γιατι συνεργάστηκα με σχεδόν όλους.

-Ποιος ήταν πιο απαιτητικός και τελειομανής στην συνεργασία σου (και ποια ήταν αυτή) ο Σαββόπουλος, ο Ξαρχάκος ή ο Μαρκόπουλος ; Ή άλλος;
Η συνεργασία μαέστρου και μουσικού, είναι ζήτημα χημείας. Η προσπάθεια μουσικής επαφής, επικοινωνίας, είναι η σημαντικότερη στιγμή της δημιουργίας, και οδηγεί ουσιαστικά στην ενορχήστρωση. Ο κάθε μαέστρος έχει προσωπικό ηχητικό κώδικα. Ο ήχος του Ξαρχάκου λόγου χάρη, δεν έχει καμμία συγγένεια με τον ήχο του Μαρκόπουλου ή του Θεοδωράκη. Εδώ λοιπόν τίθεται το ζήτημα της ευελιξίας του εκάστοτε μουσικού, της ικανότητάς του δηλαδή να προσαρμοστεί και να ανταποκριθεί στις μουσικές απαιτήσεις του κάθε μαέστρου.

ΦΩΤΟ 09Με τον Σταύρο Ξαρχάκο

Ο Ξαρχάκος για εμένα είναι ο πιο ταλαντούχος στον τρόπο συνεργασίας με τον μουσικό, στο πώς δηλαδή οδηγεί με τον σωστό τρόπο στην κατάθεση ψυχής από τον παίκτη. Είναι ο πιο απαιτητικός μαέστρος ως προς την πειθαρχία στην παρτιτούρα και στην δομή της συνθέσεως, προκειμένου να φτάσει δια του ήχου στο κοινό με σεβασμό αυτό που πραγματικά εκείνος αισθάνεται. Για να αναλύσω κάθε προσωπικότητα θα ήθελα πολλές σελίδες. Ο όρος «τελειομανής» εμένα προσωπικά δεν με αγγίζει, γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με ηχοχρώματα και μουσική και το ζήτημα είναι υποκειμενικό. Ποτέ όμως δεν είναι κάτι τέλειο γιατί έρχεται το επόμενο που θα είναι ακόμα καλύτερο, μια διαδικασία δίχως τέλος. Αυτή είναι η τέχνη που υπηρετούμε και αγαπάμε.

-Η φήμη σου και η αξία σου σε έφερε κοντά σε σημαντικές προσωπικότητες, που εκτός της στουντιακής και συναυλιακής δράσης σε έβαλαν και στο χώρο της νύχτας. Πώς ξεκίνησε και πώς εξελίχθηκε αυτό στα χρόνια ; Ποια ήταν η εμπειρία σου και ποιο σχήμα είχε την μεγαλύτερη πέραση στην εποχή του;
Πράγματι, από πολύ μικρός κολύμπησα στα βαθειά νερά. Σε ηλικία 17 ετών βρίσκομαι σε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα διασκέδασης της εποχής, το «13». Πρωταγωνιστής ο Σταμάτης Κόκοτας με υπέροχα διαχρονικά κομμάτια μεγάλων συνθετών. Ορχήστρα με σπουδαίους μουσικούς: Παπαδόπουλο- Καρνέζη στα μπουζούκια και την ορχήστρα του Νίκου Λαβράνου. Σε 4 μήνες κάναμε 118 μεροκάματα, καλοκαιρινή σεζόν χωρίς ρεπό. Εδώ θα σου πω ότι εργάζονταν γύρω στους 24 μουσικούς στο κέντρο, άλλοι στο μοντέρνο και άλλοι στο λαϊκό προγράμμα, με ωράρια 10 και μισή ως 1 και μισή, και 1 και μισή μέχρι που έσκαγε η αυγή. Εγώ ελάμβανα μέρος στην πρώτη ώρα, την μοντέρνα, και μετά, σε μια γωνιά του μαγαζιού, καθόμουν και άκουγα τους δασκάλους της λαϊκής μουσικής σκηνής να συνοδεύουν τον Κόκοτα.

Δεν μπορούσα μετά την εργασία μου να αποχωρήσω γιατί δεν έφθαναν τα χρήματα που έπαιρνα για ταξί ώστε να γυρίσω σπίτι μου. Η απόσταση Γλυφάδας –Γέρακα ήταν πολύ μεγάλη και περίμενα την πρωϊνή συγκοινωνία. Έτσι κάθε βράδυ τα καινούργια για μένα ακούσματα με τον λαϊκό ήχο με έβαλαν σε άλλο δρόμο, μιας και άρχισα πάλι να παίζω κλαρίνο και εμπλούτισα την συλλογή των οργάνων μου με ένα φλάουτο, που άρχισα να φυσάω δειλά δειλά, αφού δεν υπήρξε ποτέ δάσκαλος στο συγκεκριμένο όργανο.

Στο «13» θυμάμαι 3 φιγούρες, τακτικούς θαμώνες του κέντρου, που τότε σαν παιδί δεν ήξερα ποιοί είναι. Ο ένας ήταν ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο άλλος ο βιομήχανος Δημήτρης Καρέλλας, που ήταν πάντα μαζί του, ακούγοντας τον Κόκοτα που λατρεύαν, μέχρι που έβγαινε ο ήλιος. Όταν ερχόντουσαν στο κέφι έσπαγαν όλες τις πορσελάνες που είχε το μαγαζί και έμενε η κουζίνα χωρίς πιάτα. Δεν σπάγαν τα χωμάτινα τα πιάτα που ήταν για τον λαουτζίκο αλλά τα ακριβά πορσελάνινα… Ο Καρέλας, πάντα σοβαρός, αγέλαστος, με τα πούρα Κοχίμπα. Τρίτη φιγούρα ήταν ο ιδιόκτητης χαρτοπαικτικών λεσχών Νίκος Χαραλαμπόπουλος, ο οποίος έκανε τρελλά πράγματα όταν ανέβαινε να χορέψει το αγαπημένο του τραγούδι, τις «Συννεφιές». Το ήθελε μάλιστα σε τριπλή ταχύτητα από το κανονικό, και στη μέση ένα ρούλο από τον ντράμερ, όπου έκανε καμμιά δεκαριά στροφές και μετά έσκαγε με τα χέρια ανοιχτά, σαν να λέει «δοξάστε με». Και μόνον αυτό σου έφτιαχνε την διάθεση, μιας και το γέλιο ήταν συνεχόμενο. Όταν τελείωνε τον χορό του έδινε δώρα και στις τραγουδίστριες μαργαριτάρια. Είχε και ένα ψαλίδι και πολλές φορές έσκιζε τα μακρυά τους φουστάνια, δίνοντας μετά τριπλά λεφτά για καινούργια.

Μαριάννα Ευστρατίου βιογραφικό σήμερα! Η προσωπική ζωή, η ηλικία, το ύψος, η καταγωγή, οι σπουδές, και τα κιλά

Δημήτρης Κοντολάζος βιογραφικό σήμερα! Η προσωπική ζωή, η ηλικία, το ύψος, η καταγωγή, οι σπουδές, και τα κιλά

Ζίνα Αρβανιτίδη βιογραφικό σήμερα! Η προσωπική ζωή, η ηλικία, το ύψος, η καταγωγή, οι σπουδές, και τα κιλά

Slide Up
x